σοντάρω

σοντάρω
Ν
1. καθετηριάζω
2. βυθομετρώ με τη σόντα
3. κάνω δειγματοληψία από τον βυθό τής θάλασσας
4. ενεργώ δειγματοληψία από σακί με προϊόντα, ιδίως σιτηρά
5. μτφ. διερευνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sondare «βυθομετρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοντάρισμα — το, Ν [σοντάρω] 1. μέτρηση τού βάθους θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με τη σόντα 2. δειγματοληψία τού θαλάσσιου βυθού 3. δειγματοληψία που γίνεται στο βάθος σάκου ενός προϊόντος με τη σόντα 4. καθετηριασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”